- ἐπίμακρος
- ἐπίμακρος, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίμακρος — ἐπίμακρος, ον (Α) [μακρός] επιμήκης … Dictionary of Greek
ἐπίμακρος — oblong masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμακρον — ἐπίμακρος oblong masc/fem acc sg ἐπίμακρος oblong neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek